σέρβιος

σέρβιος
-ον, Μ
δουλικός («ἐπωνομάσθη σέρβιος ὡς γεγονὼς ἐκ δούλης», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. servus «δούλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σέρβιος Τύλλιος — Μυθικός βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ταρκύνιου Πρίσκου, που στα ανάκτορά του είχε ανατραφεί σαν δούλος. Η βασιλεία του υπήρξε ήπια και του αποδίνονται αρκετά δημόσια έργα και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Λέγεται ότι δολοφονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Ρούφος Σέρβιος Σουλπίκιος — Ρωμαίος ύπατος το 51 μ.Χ., ένας από τους μεγαλύτερους νομομαθείς της εποχής του. Υπήρξε φίλος του Κικέρωνα, προς τον οποίο σώζονται και δυο επιστολές του. Από τις επιστολές αυτές, η μια έχει πληροφοριακό περιεχόμενο και η άλλη εξιστορεί τις… …   Dictionary of Greek

  • Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • Σουλπίκιος — I (Sulpicius). Γένος πατρικιών της Ρώμης. Οι σπουδαιότεροι είναι οι ακόλουθοι: 1. Σ. Γάλβας Σέρβιος (S. Galba Servius). Στρατηγός του 2ου αι. π.Χ., άριστος ρήτορας. Πήρε μέρος στους αγώνες εναντίον του Αιμίλιου Παύλου (168). Το 151 πολέμησε στην… …   Dictionary of Greek

  • αερομαντεία — Είδος μαντικής που στηρίζεται σε παρατηρήσεις των όσων συμβαίνουν στον εναέριο χώρο. Τη χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι λαοί από την αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Υλικό του είδους της μαντικής αυτής ερμηνείας αποτελούσαν διάφορα φυσικά φαινόμενα:… …   Dictionary of Greek

  • Άγκος Μάρκιος — (Αngus Μarcius,648 – 616 π.Χ.). Ο τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης. Δεν ήταν Ρωμαίος, αλλά Σαβίνος, και η παράδοση τον αναφέρει ως εγγονό του Νουμά Πομπίλιου. Έκανε κατακτητικούς πολέμους εναντίον των γειτόνων της Ρώμης Λατίνων. Ίδρυσε στις εκβολές… …   Dictionary of Greek

  • Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”